αναδομώ

αναδομώ
(-είς, -εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναδομώ — ( έω) (Μ ἀναδομῶ) ανοικοδομώ, ξαναχτίζω νεοελλ. ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δομῶ < δέμω. ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή] …   Dictionary of Greek

  • αναδομή — ἀναδομή, η (Μ) [ἀναδομῶ] το εκ νέου χτίσιμο, ανοικοδόμηση (στη Σούδα εξηγείται «αναδασμός») …   Dictionary of Greek

  • αναδόμηση — η [αναδομώ] η εκ νέου συγκρότηση, η ανασύνθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”